- εθνοκεντρισμός
- Όρος της κοινωνιολογίας που υποδηλώνει τη σχέση γενικής εξάρτησης του ατόμου από την κοινότητα στην οποία ανήκει. Τον όρο αυτό –που αντανακλά μια καθολική ερμηνεία των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων– επινόησε ο Γουίλιαμ Γκράχαμ Σάμνερ (1840−1910) στο έργο του Folkways (1907). Η θεωρία του ε., αναγνωρίζοντας ότι κάθε κοινότητα διαμορφώνεται ιστορικά γύρω από ένα συμβατικό πλαίσιο αντιμετώπισης πολλαπλών αναγκών –από τις πιο στοιχειώδεις έως τις πιο σύνθετες–, παρατηρεί ότι η αντιμετώπιση αυτή περνά ασυναίσθητα από την ατομική σφαίρα (συνήθεια) στη σφαίρα ολόκληρης της κοινότητας (ήθη), καθορίζοντας από τη μία πλευρά το πρότυπο συμπεριφοράς κάθε ατόμου και από την άλλη τη συνοχή και την άμυνα της κοινότητας. Από εδώ προκύπτει η έννοια της συνοχής της κοινότητας, εξαιτίας της οποίας τα άτομα που ανήκουν σε αυτήν μπορεί να αισθανθούν μίσος και εχθρότητα απέναντι σε κοινότητες με διαφορετική κοινωνική συγκρότηση ή πολιτιστική προέλευση. Στην ίδια κοινότητα, εξάλλου, υπάρχουν επαγγελματικές και ταξικές συγκρούσεις που κατατάσσονται σε μια ορισμένη γενική τάση, την οποία ερευνά και μελετά ο ε. Τα ζητήματα που αφορούν τις ξεχωριστές μειονότητες, τις φυλετικές προκαταλήψεις, τον εθνικισμό και κάθε άλλη μορφή απομόνωσης σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο κατατάσσονται και αυτά ανάμεσα στα τυπικά φαινόμενα του ε.
Dictionary of Greek. 2013.